- τροχάς
- -άδος, ἡ, Α1. (κυρίως στον πληθ.) τροχάδες(κατά τον Ησύχ.) «σανδάλια ἀπὸ αἰγείου δέρματος»2. ελαφρύ υπόδημα κατάλληλο για τρέξιμο.[ΕΤΥΜΟΛ. < τροχός ή τρόχος + κατάλ. -άς, -άδος (πρβλ. δρομ-άς)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ROTAE supplicium — apud Graecos iam olim in usu, Suidae Ο῎ργανον fuit βαςανιςτήριον καὶ διατεῖνον τὰ σώματα, instrumentum hominibus excruciandis inventum, corpora distendens. Et alibi ξύλινόν τι, εν ᾧ δεςμούμενοι οἱ οἰκέται ἐκολάζοντο, lignum quoddam, in quo servi… … Hofmann J. Lexicon universale
τροχάδι — το / τροχάδιον, ΝΜ [τροχάς, άδος] νεοελλ. πέδιλο βοσκών με μία σόλα και λουριά που τήν συγκρατούν στο πόδι, τσαρούχι μσν. στον πληθ. τά τροχάδια υποδήματα κατάλληλα για περπάτημα … Dictionary of Greek
τροχαδάριος — ὁ, Α υποδηματοποιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τροχάς, άδος + κατάλ. άριος (< λατ. κατάλ. arius)] … Dictionary of Greek